πανηγυρικός

πανηγυρικός
πᾰνηγῠρ-ικός, ή, όν,
A of or for a public festival or assembly,

οἱ ὄχλοι οἱ π. Isoc.12.263

; πολυτέλεια, κόσμος, Plu. 2.608f.
II generally, solemn, festive, λόγος festival oration, such as those pronounced at the Olympic games, panegyric, Isoc.5.9,84, al.; Ἰσοκράτης ἐν τῷ π. in his Panegyric, Arist.Rh.1408b15; π. εἶδος [τῆς ῥητορικῆς] Phld.Rh.2.251 S.;

τὰ π. Plu.2.79b

: [comp] Comp. -ώτερος, of Isocrates himself, D.H.Vett.Cens.5.2; -ώτεραι διηγήσεις Aps.p.257 H.
2 flattering, false,

π. λῆροι Plu.2.6a

; of style, showy, ostentatious, opp. ἀληθινός, D.H.Dem.8; of persons, pompous,

γυνὴ σοβαρὰ καὶ π. Plu.Luc.6

. Adv. -κῶς showily,

π. κατεσκευασμένος Id.Cam. 16

, cf. Ant.61; opp. στρατιωτικῶς, Posidon.36 J.: [comp] Comp.

-κώτερον Plb.5.34.3

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πανηγυρικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανηγυρικός — ή, ό / πανηγυρικός, ή, όν, ΝΑ [πανήγυρις] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πανήγυρη ή που είναι κατάλληλος για πανήγυρη, εορταστικός, πανηγυρήσιος, πανηγυριώτικος («οὐδὲ ἦν παρασκευὴ πολυτελείας πανηγυρικῆς περὶ τὴν ταφήν», Πλούτ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • πανηγυρικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο πανηγύρι ή γίνεται για τον εορτασμό, ο γιορταστικός: Πανηγυρική ατμόσφαιρα. 2. ο λαμπρός, ο επιδειχτικός: Πανηγυρική έναρξη των εργασιών της Βουλής, αλλ. πανηγυριάτικος, πανηγυρίσιος,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πανηγυρικά — πανηγυρικός of neut nom/voc/acc pl πανηγυρικά̱ , πανηγυρικός of fem nom/voc/acc dual πανηγυρικά̱ , πανηγυρικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανηγυρικώτερον — πανηγυρικός of adverbial comp πανηγυρικός of masc acc comp sg πανηγυρικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανηγυρικωτέρων — πανηγυρικός of fem gen comp pl πανηγυρικός of masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανηγυρικῶν — πανηγυρικός of fem gen pl πανηγυρικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανηγυρικόν — πανηγυρικός of masc acc sg πανηγυρικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανηγυρικώτατα — πανηγυρικός of adverbial superl πανηγυρικός of neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανηγυρικώτατον — πανηγυρικός of masc acc superl sg πανηγυρικός of neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανηγυρικαῖς — πανηγυρικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”